Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κύπρι νεμεσσατά

См. также в других словарях:

  • νεμεσητός — νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, ή, όν (Α) [νεμεσώ] 1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.) 2. αυτός που ανταποδίδεται,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»