-
1 νεμεσητός
A causing indignation or wrath, worthy of it,νεμεσσητὸν δέ κεν εἴη 3.410
, etc.: c. inf., , Od.22.59;οὔτοι νεμεσητόν S.Ph. 1193
(lyr.), cf. Pl.Euthd. 282b;οὐ ν. τὸ διαμαρτάνειν Phld.Sto.339.12
; ν.ἰδεῖν Tyrt.10.26
;ψεῦδος δὲ.. ν. κατὰ φύσιν Pl.Lg. 943e
; νεμεσητὸν ἐὰν .. it is matter for indignation that.., Arist.Rh. 1387a32, cf. IPE12.34.17 ([place name] Olbia).2 retributive,ἔπαθε πρᾶγμα ν.
retribution,Plu.
Ages.22 ; soνεμεσητὰ παθεῖν Id.Per.37
;πάθος ν. ἔπαθε Id.Pomp.38
; τὸ ν. ἀφοσιούμενος ib.42.b deserving retribution, Nic.Dam.68.9J.II [voice] Act., prone to wrath,αἰδοῖος νεμεσητός Il.11.649
;Κύπρι νεμεσσατά Theoc.1.101
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεμεσητός
См. также в других словарях:
νεμεσητός — νεμεσητός, επικ. τ. νεμεσσητός, δωρ. τ. νεμεσσατός, ή, όν (Α) [νεμεσώ] 1. αυτός που προκαλεί αγανάκτηση και οργή και ο άξιος οργής, ο αξιοκατάκριτος, μεμπτός («ψεῡδός δὲ αἰδοῑ καὶ δίκῃ νεμεσητὸν κατὰ φύσιν», Πλάτ.) 2. αυτός που ανταποδίδεται,… … Dictionary of Greek